τσαμπούνημα

τσαμπούνημα
το, -ατος
1. το παίξιμο της τσαμπούνας (βλ. λ.).
2. μτφ., κλαψούρισμα, γκρίνιασμα συνεχές: Το τσαμπούνημα του μωρού παιδιού.
3. φλυαρία, μωρολογία, ανοησία: Με κούρασαν τα τσαμπουνήματά του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσαμπούνημα — το, Ν [τσαμπουνώ] 1. το παίξιμο τής τσαμπούνας 2. μτφ. α) κλαψούρισμα β) μωρολογία, φλυαρία …   Dictionary of Greek

  • τσαμπούνισμα — το, Ν [τσαμπουνίζω] τσαμπούνημα …   Dictionary of Greek

  • τσαμπούνισμα — το, ατος τσαμπούνημα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”